- λόε
- λόε, [full] λοέσσας, [full] λοεσσάμενος, [full] λοέσσομαι,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόε — λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λό' — λόε , λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλοέτειρα — εὐλοέτειρα, ἡ (Α) (για πόλη) αυτή που έχει ωραία λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. λοε τού λούω (< *λοέω) + θηλ. κατάλ. τειρα] … Dictionary of Greek
λόεν — λούω lǎvo imperf ind act 3rd sg (epic) λόε̄ν , λούω lǎvo pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)